- εὐαπολόγητος
- εὐαπολόγητοςeasy to excusemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευαπολόγητος — η, ο (ΑΜ εὐαπολόγητος, ον) αυτός που εύκολα επιδέχεται απολογία (επομένως και αθώωση), αυτός για τον οποίο απολογείται κάποιος εύκολα, αυτός τον οποίο εύκολα αντικρούει κάποιος απολογούμενος («ευαπολόγητη βιαιοπραγία») αρχ. αυτός που είναι ικανός … Dictionary of Greek
εὐαπολόγητον — εὐαπολόγητος easy to excuse masc/fem acc sg εὐαπολόγητος easy to excuse neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαπολογήτους — εὐαπολόγητος easy to excuse masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)